- διαρράπτω
- διαρράπτω (Α)1. συναρμολογώ με ραφή, συρράπτω2. παρεμβάλλω κάτι συρράπτοντάς το στο σύνολο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ράβω — ῥάπτω, ΝΜΑ, και ράφτω Ν συνάπτω, ενώνω δύο ή περισσότερα πράγματα με ραφή (α. «έραψε το τραύμα μου» β. «ἔντοσθεν διὰ βορίας ῥάψε θαμειάς», Ομ. Ιλ.) νεοελλ. 1. κατασκευάζω ένδυμα για άλλον («η μοδίστρα άρχισε να ράβει το φόρεμά μου») 2. αναθέτω σε … Dictionary of Greek
συνδιαρράπτω — Α συρράπτω κάτι με κάτι άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + διαρράπτω «συναρμολογώ, συρράπτω»] … Dictionary of Greek